- υμνογράφος
- οαυτός που γράφει ή συνθέτει ύμνους και μάλιστα εκκλησιαστικούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὑμνογράφος — composer of hymns masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υμνογράφος — ο, η / ὑμνογράφος, ον, ΝΜΑ (ιδίως το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η υμνογράφος συνθέτης ύμνων, αυτός που γράφει ή συνθέτει ύμνους, ιδίως εκκλησιαστικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + γράφος*] … Dictionary of Greek
ὑμνογράφοι — ὑμνογράφος composer of hymns masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνογράφον — ὑμνογράφος composer of hymns masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνογράφου — ὑμνογράφος composer of hymns masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνογράφους — ὑμνογράφος composer of hymns masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνογράφῳ — ὑμνογράφος composer of hymns masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИОСИФ ПЕСНОПИСЕЦ — [греч. ᾿Ιωσὴφ ὁ ὑμνογράφος] († ок. 886), прп. (пам. 4 апр.; пам. греч. 3 апр.). Житие И. П. было написано иером. Феофаном, учеником святого, сменившим его на посту игумена к польского монастыря ап. Варфоломея. Его отождествление с сицилийцем… … Православная энциклопедия
Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση … Dictionary of Greek
Χρυσάφης, Μανουήλ — Δύο Βυζαντινοί μουσικοδιδάσκαλοι και υμνογράφοι, που ήκμασαν μετά την Άλωση. 1. Ο Παλαιός. Μουσικός και υμνογράφος του 15ου 16ου αι. Κατά την Άλωση χρημάτισε αριστερός ψάλτης της Αγίας Σοφίας και έγραψε εκκλησιαστικούς ύμνους, τους οποίους… … Dictionary of Greek